ἀρτιτελής

ἀρτιτελής
ἀρτι-τελής, eben eingeweiht; vollkommen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αρτιτελής — ἀρτιτελής, ές (Α) 1. αυτός που μυήθηκε στα μυστήρια πριν λίγο 2. ο άρτιος στη μορφή, ο τέλειος …   Dictionary of Greek

  • ἀρτιτελής — newly initiated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιτελεῖς — ἀρτιτελής newly initiated masc/fem acc pl ἀρτιτελής newly initiated masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιτελές — ἀρτιτελής newly initiated masc/fem voc sg ἀρτιτελής newly initiated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων …   Dictionary of Greek

  • πολυθεάμων — ον, Α αυτός που έχει δει πολλά («ό δὲ ἀρτιτελὴς ὁ τῶν τότε πολυθεάμων», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θεάμων «θεατής» (< θεῶμαι), πρβλ. φιλο θεάμων] …   Dictionary of Greek

  • τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”